- Φίντα
- Φίντᾱ , Φίντηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Φίντηςmasc voc sg (doric)Φίντᾱ , Φίντηςmasc gen sg (doric aeolic)Φίντηςmasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φίντας — Φίντᾱς , Φίντης masc acc pl (doric) Φίντᾱς , Φίντης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Ανδροκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Φίντα, βασιλιάς των Μεσσηνίων (8ος αι. π.Χ.). Βασίλεψε μαζί με τον αδελφό του Αντίοχο το 760 π.Χ. Όταν οι Σπαρτιάτες απείλησαν τους Μεσσηνίους με πόλεμο, εάν δεν τους παρέδιδαν τον Μεσσήνιο ολυμπιονίκη… … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek
Φλάισερ, Χάινριχ Λέμπερεχτ — (Fleischer, Σαντάου 1801 – Λιψία 1888). Γερμανός αραβολόγος. Μετά τις σπουδές του στο πλευρό του Ντε Σασί στο Παρίσι, διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας από το 1836, εισάγοντας στην αραβιστική γερμανική τη φιλολογική μέθοδο που… … Dictionary of Greek